- πάννυχοι
- πάννυχοςlasting all the nightmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обнощьныи — (3*) пр. Ночной, продолжающийся в течение всей ночи: пити˫а обнощьна˫а. съ гѹсльми. с свирѣльми. веселиѥ многоѥ. СбТр ХII/ХIII, 4; радуите(с) назарѣи ликосто˫ань˫а пѣньи състави. сто˫ань˫а ѡбнощна˫а. (πάννυχοι) ГБ XIV, 131в; Оставлѧю бо гл҃ти.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πάννυχος — ον, ΜΑ 1. αυτός που ενεργεί ή υφίσταται κάτι καθ όλη τη νύχτα («πάννυχοι δὴ διάπλοον καθίστασαν ναῶν ἄνακτες», Αισχύλ.) 2. αυτός που διαρκεί, που παραμένει όλη τη νύχτα («παννύχου σελάνας», Ευρ.) αρχ. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάννυχα καθ όλη τη… … Dictionary of Greek